- σίκι
- το, Νκότσι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πουτσίνι, Τζάκομο — (Puccini, Λούκα 1858 – Βρυξέλλες 1924). Iταλός συνθέτης. Eίναι αναμφισβήτητα ο διασημότερος μιας παλαιάς οικογένειας μουσικών (ο πατέρας του Μικέλε, συνθέτης εκκλησιαστικής μουσικής, διηύθυνε με μεγάλη ικανότητα μια σχολή μουσικής), ο Π. άρχισε… … Dictionary of Greek
σικινίδων — σίκινις fem gen pl σικῑνίδων , σίκιννις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίκινις — fem nom sg σίκῑνις , σίκιννις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)